- φλογοκάμινος
- η, Νείδος καμίνου που θερμαίνεται από τις φλόγες παρακείμενης εστίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + κάμινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek